- αμπολή
- η оросительная канава, арык
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπολή — η 1. τεχνητό αυλάκι για τη διοχέτευση τού νερού σε απομακρυσμένα σημεία, οχετός, χαντάκι 2. το φράγμα που σχηματίζεται σε ένα σημείο τής κοίτης τού ρεύματος προς συγκέντρωση τού ύδατος και ανύψωση τής στάθμης του, ώστε να είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek
αμπολή — η αυλάκι για να διευκολύνεται το πότισμα σε κήπους κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek
αμβολάς — ἀμβολὰς ( άδος), η (Α) ύψωμα γης σχηματισμένο από τα χώματα σκάμματος, αμπολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τ. ἀναβολὰς < ρ. ἀναβάλλω «ρίχνω επάνω»] … Dictionary of Greek
μυλαύλακο — το αυλάκι μέσω τού οποίου διοχετεύεται το αναγκαίο για την κίνηση τού μύλου νερό, αλλ. αμπολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + αυλάκι] … Dictionary of Greek
εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)